Η αβεβαιότητα της οικονομικής πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει άμεσο αντίκτυπο στην πρόσβαση των εταιρειών ευρώ στη χρηματοδότηση, δήλωσε η ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα (ΕΚΤ) σε μια θέση blog αυτή την εβδομάδα, προειδοποιώντας ότι αυτό μειώνει τις επενδύσεις και αποδυναμώνει την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής.
Η ΕΚΤ εξήγησε ότι οι περίοδοι αυξημένης αβεβαιότητας ασκούν σημαντική πίεση στα οικονομικά αποτελέσματα.
"Επαναφέρει την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων, καθυστερούν τις επενδυτικές αποφάσεις και περιορίζουν τις συνθήκες πίστωσης", ανέφερε η ΕΚΤ.
Πρόσθεσε ότι όταν οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να είναι σίγουροι πώς ή πότε οι κανονισμοί, τα τιμολόγια ή άλλες οικονομικές πολιτικές ενδέχεται να εφαρμοστούν ή να αλλάξουν, τείνουν να πέφτουν σε λειτουργία "περιμένετε και βλέπετε".
Ενώ περιμένουν μεγαλύτερη σαφήνεια, οι επιχειρήσεις αντιδρούν σε αυξημένη αβεβαιότητα, αναβάλλοντας τις επενδυτικές αποφάσεις, ενώ οι τράπεζες συμβάλλουν στην προσφορά πιστοληπτικής ικανότητας για τη διαχείριση πιθανών κινδύνων.
Η ανάλυση της ΕΚΤ διαπίστωσε ότι η αυξημένη αβεβαιότητα σχετικά με τις οικονομικές πολιτικές, ιδίως εκείνες που προέρχονται από τις εξελίξεις στην εμπορική πολιτική στις Ηνωμένες Πολιτείες, διαρρέουν στην περιοχή του ευρώ, μειώνοντας το δανεισμό τόσο μέσω της ζήτησης δανείων όσο και της προσφοράς δανείων.
Ως αποτέλεσμα, τα υψηλά επίπεδα αβεβαιότητας καθιστούν τις μειώσεις των επιτοκίων πολιτικής λιγότερο αποτελεσματικές.
Η ΕΚΤ έδειξε τον δείκτη αβεβαιότητας της οικονομικής πολιτικής, ο οποίος μετρά τη συχνότητα χρήσης των όρων που σχετίζονται με την πολιτική σε μεγάλες εφημερίδες, σημειώνοντας ότι έχει φτάσει τα υψηλό ρεκόρ τα τελευταία χρόνια.
Τα γεγονότα όπως η Brexit, η πανδημία Covid-19 και ο πόλεμος στην Ουκρανία συνέβαλαν σε αυτές τις υπερτάσεις, ενώ οι πιο πρόσφατοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι και αβεβαιότητες που περιβάλλουν την εμπορική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών οδήγησαν σε επίπεδα αιχμής τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην περιοχή του ευρώ.
Η ΕΚΤ υπογράμμισε ότι η μεταβλητότητα της χρηματοπιστωτικής αγοράς παρέμεινε χαμηλή παρά την τάση αυτή.
Ιστορικά, τα επεισόδια της αβεβαιότητας υψηλής οικονομικής πολιτικής συμπίπτουν με πιο ασταθείς χρηματοπιστωτικές αγορές, αλλά τα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν μια απόκλιση στην οποία οι αιχμές της αβεβαιότητας της οικονομικής πολιτικής, ενώ η αστάθεια της αγοράς παραμένει υποτονική.
"Αυτό μας ώθησε να εξετάσουμε αν η αβεβαιότητα της πολιτικής μόνο, χωρίς αναταραχή της χρηματοπιστωτικής αγοράς, διαταράσσει το δανεισμό και τις επενδύσεις", ανέφερε η ΕΚΤ.
Χρησιμοποιώντας ένα δομικό μοντέλο Bayesian Vector Autoregression με συγκεντρωτικά στοιχεία της περιοχής ευρώ που χρονολογούνται από το 2003, η ΕΚΤ διαπίστωσε ότι ένα τυπικό σοκ απόκλισης οδήγησε σε επιβράδυνση της αύξησης των δανείων, με τα αποτελέσματα να οικοδομούν με την πάροδο του χρόνου και να κορυφώνονται σε περίπου 0,5 ποσοστιαίες μονάδες περίπου δύο χρόνια μετά το αρχικό σοκ.
Η ΕΚΤ πρόσθεσε ότι ο αντίκτυπος της αβεβαιότητας είναι ακόμη πιο σοβαρός κατά τη διάρκεια επεισοδίων υψηλής μεταβλητότητας της χρηματοπιστωτικής αγοράς, όταν οι επενδυτές απαιτούν υψηλότερη αποζημίωση για τον κίνδυνο.
Αυτό ενισχύει την αρνητική επίδραση της αβεβαιότητας της πολιτικής, προσθέτοντας περίπου 0,3 ποσοστιαίες μονάδες στη συστολή του δανεισμού.
"Αυτά τα αποτελέσματα ενισχύουν τη διαπίστωση ότι η αβεβαιότητα της πολιτικής, ειδικά όταν σε συνδυασμό με το οικονομικό άγχος, μπορεί να εμποδίσει τη ροή της πίστωσης και να επιβραδύνει την οικονομική δραστηριότητα ακριβώς όταν το ερέθισμα είναι πιο απαραίτητο", ανέφερε η ΕΚΤ.
Η ανάλυση διαπίστωσε επίσης ότι η αβεβαιότητα σχετικά με την οικονομική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών επηρεάζει άμεσα τη συμπεριφορά δανεισμού των τραπεζών της Ευρώ.
Τα αποδεικτικά στοιχεία σε επίπεδο δανείου από τη βάση δεδομένων της Anacredit επιβεβαίωσαν ότι τα υψηλότερα επίπεδα αβεβαιότητας οδηγούν τις τράπεζες της ευρωπαϊκής περιοχής για τη μείωση της πιστωτικής προσφοράς, ακόμη και μετά την καταγραφή της ζήτησης που αφορούν την επιχείρηση και τις υπάρχουσες σχέσεις δανεισμού.
Η ΕΚΤ δήλωσε ότι το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα ισχυρό για τις τράπεζες πιο εκτεθειμένες στο αμερικανικό δολάριο, το οποίο μειώνουν τις δανειοδοτικές επιχειρήσεις σε επαρχίες ευρώ σε περισσότερες από λιγότερο εκτεθειμένες τράπεζες.
Τέτοιες τράπεζες αυξάνουν επίσης τα επιτόκια σε νέα δάνεια και συντομεύουν τις μαχήσεις, ιδίως για τις επιχειρήσεις που εμπορεύονται περισσότερο με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Άλλα χαρακτηριστικά της τράπεζας παίζουν επίσης ρόλο.
Τα πιστωτικά ιδρύματα με χαμηλότερη ρευστότητα ή υψηλότερες μετοχές των μη επιδόσεων δάνεια αντιδρούν πιο απότομα.
Η ΕΚΤ ανέφερε ότι μια αύξηση μιας τυπικής απόκλισης στην αβεβαιότητα μείωσε την αύξηση του δανείου κατά περίπου ένα ποσοστό σημείων περισσότερο για τις τράπεζες χαμηλής υγρασίας σε σύγκριση με τους συνομηλίκους υψηλότερης υγρότητας, με την απόκλιση να επιμένει μέχρι δύο χρόνια.
Οι τράπεζες με περισσότερα δάνεια μη εξυπηρετούμενα παρουσίασαν μια ομοιόμορφα μείωση της δανειοδότησης τους σε απάντηση σε διαταραχές αβεβαιότητας.
"Έτσι, ενώ οι τράπεζες τείνουν να δανείζουν λιγότερο σε περιόδους άγχους, πόσο λιγότερο εξαρτάται από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του τραπεζικού ισολογισμού", ανέφερε η ΕΚΤ.
Η ΕΚΤ τόνισε ότι οι συνέπειες για τις κεντρικές τράπεζες είναι σημαντικές.
Εξήγησε ότι η αυξημένη αβεβαιότητα της οικονομικής πολιτικής αποδυναμώνει τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής.
"Κατά τη διάρκεια περιόδων αυξημένης αβεβαιότητας της οικονομικής πολιτικής, η αποτελεσματικότητα των μειώσεων των επιτοκίων της νομισματικής πολιτικής για την τόνωση της οικονομίας μειώνεται σημαντικά", ανέφερε η ΕΚΤ.
Για τις επενδύσεις, ο αντίκτυπος μιας μείωσης 100 σημείων βάσης στο βραχυπρόθεσμο επιτόκιο είναι περίπου 20 % χαμηλότερος, με το αποτέλεσμα ιδιαίτερα έντονο μεταξύ των επενδυτικών επιχειρήσεων.
Η ΕΚΤ ανέφερε ότι αυτό σημαίνει ότι οι κεντρικές τράπεζες μπορεί να χρειαστεί να ανταποκριθούν πιο δυνατά για να επιτύχουν τον ίδιο προβλεπόμενο αντίκτυπο κατά τη διάρκεια περιόδων υψηλής αβεβαιότητας.
Κοιτάζοντας μπροστά, η ΕΚΤ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αβεβαιότητα της πολιτικής μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη δυναμική της πίστωσης, τις επιχειρηματικές επενδύσεις και την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής στην περιοχή του ευρώ.
"Όταν η αβεβαιότητα αυξάνεται, οι επιχειρήσεις τείνουν να καθυστερούν ή να μειώσουν τις επενδύσεις πίσω", ανέφερε η ΕΚΤ.
Πρόσθεσε ότι αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές μεταξύ των επιχειρήσεων που λειτουργούν σε τομείς πιο εκτεθειμένοι στις Ηνωμένες Πολιτείες.
"Ταυτόχρονα, οι τράπεζες-ιδιαίτερα εκείνες με υψηλή έκθεση στις ΗΠΑ, περιορισμένη ρευστότητα ή υψηλότερα επίπεδα μη επιδόσεων δανείων-σφίγγουν τις συνθήκες πίστωσης και αυτό μειώνει το δανεισμό", ανέφερε η ΕΚΤ.
Προειδοποίησε ότι η αβεβαιότητα της πολιτικής, ακόμη και όταν προέρχεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, μπορεί να αποδυναμώσει την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής στην περιοχή του ευρώ.